σκιομαχώ

σκιομαχώ
-έω, Α
βλ. σκιαμαχῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκιαμαχώ — σκιαμαχῶ, έω, ΝΑ, και σκιομαχῶ Α μτφ. μάχομαι εναντίον ανύπαρκτων εχθρών, αγωνίζομαι μάταια, άσκοπα αρχ. 1. εξασκούμαι στην πυγμαχία 2. φρ. α) «πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶ» ασκώ τους βραχίονές μου πυγμαχώντας με τον αέρα (Κρατ.) β) «ἔπη μάτην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”